- μακεδνός
- μακεδνός, -ή, -όν (Α)1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.)2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλατὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ-εδνός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *māk- «μακρύς και λεπτός» και συνδέεται με τα μακρός*, μῆκος*. Οι τ. μακεδνός και Μακεδόνες συνδέονται μεταξύ τους, οπότε το -δν-ο- τού μακεδνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθήματος -δών, -δόνος (πρβλ. γοε-δν-ός). Η λ. Μακεδόνες πιθ. < *Μακι-κεδόνες «αυτοί που η χώρα / γη τους είναι μακρά / μεγάλη» (< μακ-ι < μακ-ρός), ενώ το β' συνθετικό είναι πιθ. μια μακεδονική απόδοση τής λ. χθών «γη»].
Dictionary of Greek. 2013.